κλαπατσίμπαλα

κλαπατσίμπαλα
τα
1) муз. тарелки; 2) ирон. музыкальные инструменты

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κλαπατσίμπαλα" в других словарях:

  • κλαπατσίμπαλα — τα 1. λαϊκή ονομασία διαφόρων κρουστών μουσικών οργάνων από μεταλλικούς δίσκους, κύμβαλα κ.ά. 2. (γενικά) τα μουσικά όργανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παραφθορά τού κλαβικύμβαλον] …   Dictionary of Greek

  • κλαπατσίμπαλα — τα είδος κρουστών μουσικών οργάνων, τάσια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»